- ἡμιγύμνους
- ἡμίγυμνοςhalf-nakedmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μπανιστήρι — το [μπανίζω] το να κρυφοκοιτάζει κάποιος ημίγυμνους ή γυμνούς ή να παρακολουθεί ερωτικές περιπτύξεις για να διεγερθεί ο ίδιος σεξουαλικά, η ηδονοβλεψία … Dictionary of Greek